τοκετούς

τοκετούς
τοκετός
childbirth
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… …   Dictionary of Greek

  • αμαίευτος — η, ο (Μ ἀμαίευτος, ον) [μαιεύομαι] νεοελλ. αυτός που δεν εκμαιεύθηκε, δεν αποσπάστηκε με έντεχνη προσπάθεια μσν. 1. (για τοκετούς) αυτός που δεν χρειάστηκε την επέμβαση μαίας 2. (για γυναίκες) αυτή που ακόμη δεν χρειάστηκε μαμμή, που δεν γέννησε …   Dictionary of Greek

  • εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά …   Dictionary of Greek

  • μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …   Dictionary of Greek

  • ούπιγγος — οὔπιγγος, ὁ (Α) [ούπις] 1. ικετήρια ωδή η οποία ψαλλόταν προς τιμήν τής Αρτέμιδος κατά τους τοκετούς 2. ύμνος προς τιμήν τής Αρτέμιδος στην Τροιζήνα …   Dictionary of Greek

  • αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμα — Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • μαιευτική — η 1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την εγκυμοσύνη και τους τοκετούς των γυναικών: Σπούδασε μαιευτική γιατί αγαπούσε πολύ τα μωρά. 2. (φιλοσ.), μέθοδος του Σωκράτη που με κατάλληλες ερωτήσεις ανάγκαζε τους συνομιλητές του να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”